χρωμοφάν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χρωμοφάν < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
χρωμοφάν ουδέτερο άκλιτο
- αδιάσταλτη διαφανής επιφάνεια, πάνω στην οποία γίνεται σελιδοποίηση κειμένων και εικόνων που πρόκειται να εκτυπωθούν.
Μεταφράσεις
χρωμοφάν
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.