χρυσοστεφής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρυσοστεφής η χρυσοστεφής το χρυσοστεφές
      γενική του χρυσοστεφούς* της χρυσοστεφούς του χρυσοστεφούς
    αιτιατική τον χρυσοστεφή τη χρυσοστεφή το χρυσοστεφές
     κλητική χρυσοστεφή(ς) χρυσοστεφής χρυσοστεφές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρυσοστεφείς οι χρυσοστεφείς τα χρυσοστεφή
      γενική των χρυσοστεφών των χρυσοστεφών των χρυσοστεφών
    αιτιατική τους χρυσοστεφείς τις χρυσοστεφείς τα χρυσοστεφή
     κλητική χρυσοστεφείς χρυσοστεφείς χρυσοστεφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χρυσοστεφής < αρχαία ελληνική χρυσ(ός) + -ο- + -στεφής

Επίθετο

χρυσοστεφής, -ής, -ές

  • (παρωχημένο) που του έβαλαν χρυσό στέμμα ή που λάμπει σαν χρυσός
  • Ο Σαικσπείρος ίσταται ως γίγας χρυσοστεφής εν μέσω απάντων των ποιητών της νεωτέρας εποχής, ενώ ο πτωχός Κορνάρος ούτε τον ταπεινόν στέφανον ελαίας, όστις τω προσήκει, ηυτύχησε εισέτι να περιβληθή. (Σαιξπείρου Τραγωδίαι, 1876, σε μετάφραση και σχόλια Δημήτρη Βικέλα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.