χρυσικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρυσικός οι χρυσικοί
      γενική του χρυσικού των χρυσικών
    αιτιατική τον χρυσικό τους χρυσικούς
     κλητική χρυσικέ χρυσικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρυσικός < χρυσ(ός) + -ικός. Δείτε και το ελληνιστικό τὰ χρυσικά (χρυσωρυχεία)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾi.siˈkos/

Ουσιαστικό

χρυσικός αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.