χρυσικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χρυσικός | οι | χρυσικοί |
| γενική | του | χρυσικού | των | χρυσικών |
| αιτιατική | τον | χρυσικό | τους | χρυσικούς |
| κλητική | χρυσικέ | χρυσικοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾi.siˈkos/
Μεταφράσεις
χρυσικός
|
Αναφορές
- χρυσικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.