χουντρί
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χουντρί < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
χουντρί αρσενικό
- (ιδιωματικό) κεφαλόδεσμος τον οποίο φόραγαν οι γυναίκες κυρίως όταν έκαναν δουλειές
Μεταφράσεις
χουντρί
|
Πηγές
- Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 464.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.