χονδρο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χονδρο- < χονδρός, λόγιος τύπος του χοντρός

Πρόθημα

χονδρο- και χονδρό- και χονδρ-

α΄ συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι κάποιος ή κάτι :
  1. έχει μεγάλο βάρο ή όγκο
  2. χαρακτηρίζεται από αδεξιότητα
  3. δε διακρίνεται από εξυπνάδα και ευστροφία
  4. γίνται δύσκολα
  5. σχετίζεται με το χονδρικό εμπόριο

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.