χονδρο-
Νέα ελληνικά (el)
Πρόθημα
χονδρο- και χονδρό- και χονδρ-
- α΄ συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι κάποιος ή κάτι :
- έχει μεγάλο βάρο ή όγκο
- χαρακτηρίζεται από αδεξιότητα
- δε διακρίνεται από εξυπνάδα και ευστροφία
- γίνται δύσκολα
- σχετίζεται με το χονδρικό εμπόριο
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.