χιραγκάνα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χιραγκάνα < ιαπωνική 平仮名 (hiragana)
Ουσιαστικό
χιραγκάνα θηλυκό άκλιτο
- συλλαβικό σύστημα γραφής της ιαπωνικής γλώσσας που χρησιμοποιείται για να περιγράψει αυτόχθονες ιαπωνικές λέξεις και καταλήξεις λέξεων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.