χιονοστεφής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χιονοστεφής | η | χιονοστεφής | το | χιονοστεφές |
| γενική | του | χιονοστεφούς* | της | χιονοστεφούς | του | χιονοστεφούς |
| αιτιατική | τον | χιονοστεφή | τη | χιονοστεφή | το | χιονοστεφές |
| κλητική | χιονοστεφή(ς) | χιονοστεφής | χιονοστεφές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χιονοστεφείς | οι | χιονοστεφείς | τα | χιονοστεφή |
| γενική | των | χιονοστεφών | των | χιονοστεφών | των | χιονοστεφών |
| αιτιατική | τους | χιονοστεφείς | τις | χιονοστεφείς | τα | χιονοστεφή |
| κλητική | χιονοστεφείς | χιονοστεφείς | χιονοστεφή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ço.no.steˈfis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐στε‐φής
Επίθετο
χιονοστεφής
- (λόγιο) (για κορυφές βουνών) με στέμμα από χιόνι, σαν να έχουν στεφανωθεί από τα χιόνια
Συνώνυμα
Συγγενικά
- χιονοσκέπαστος
- χιονοστέφανο
Μεταφράσεις
χιονοστεφής
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.