χειρουργέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χειρουργέω < χειρουργός


Ρήμα

χειρουργέω-χειρουργῶ
  1. αυτός που απεργάζεται με τα χέρια του κάτι, συνήθως βίαιο, αυτουργός σε κάτι κακό
    χειρουργῶν ἔσφαξεν Ἀκεστορίδην Ἀγέλαος
    μὴ τὰς πατρίδας αὐτῶν, ἀλλ᾽ αὐτοὺς τοὺς χειρουργήσαντας καὶ βουλεύσαντας : <να μην τιμωρηθούν> οι πατρίδες τους, αλλά αυτοί οι ίδιοι που το εκτέλεσαν με τα χέρια τους και εκείνοι που το επεδίωξαν (Αισχύνης)
  2. οικοδομώ, χτίζω
    πολλὰ γυμνάσια ἐκεχειρούργητο (Πλάτ.)
  3. χειρουργώ με τη νεοελληνική έννοια (ελληνιστική έννοια)
    χειρουργηθεὶς ἄνθρωπος (Γαληνός)

Συγγενικά

  • χειρουργία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.