χειμασία

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χειμασία < χειμάζω

Ουσιαστικό

χειμασία θηλυκό

  1. η διαχείμαση
    γέρανοι δὲ φεύγουσαι τὸν χειμῶνα τὸν ἐν τῇ Σκυθικῇ χώρῃ γινόμενον φοιτῶσι ἐς χειμασίην ἐς τοὺς τόπους τούτους. (Ηρόδοτος)
  2. διαμερίσματα οίκων τα οποία είναι καταλληλότερα για το χειμώνα (ελληνιστική έννοια)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.