χαϊβάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαϊβάνι τα χαϊβάνια
      γενική του χαϊβανιού των χαϊβανιών
    αιτιατική το χαϊβάνι τα χαϊβάνια
     κλητική χαϊβάνι χαϊβάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαϊβάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική hayvan < αραβική حيوان (hayawān)

Ουσιαστικό

χαϊβάνι ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) το ζώον
  2. (ειρωνικό) χαζός άνθρωπος
  3. (ως βρισιά) ζώον!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.