χαϊβάνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαϊβάνι | τα | χαϊβάνια |
| γενική | του | χαϊβανιού | των | χαϊβανιών |
| αιτιατική | το | χαϊβάνι | τα | χαϊβάνια |
| κλητική | χαϊβάνι | χαϊβάνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαϊβάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική hayvan < αραβική حيوان (hayawān)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.