χαμᾶθεν

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χαμᾶθεν < χαμαί

Επίρρημα

χαμᾶθεν ( & χαμόθεν ίσως και χαμαῖθεν και χαμάθεν)

  • από κάτω, από το έδαφος, από χάμω
χαμᾶθεν μὲν ἐπὶ τὸν πρῶτον στοῖχον τῶν ἀναβαθμῶν ἀείροντες
Χορός κάρφος χαμᾶθέν νυν λαβὼν τὸν λύχνον πρόμυξον.
αὐτῆς ̣ ἀναιρούμενοι χαμᾶθεν (Πλούταρχος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.