χαλκεών

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χαλκεών < χαλκός

Ουσιαστικό

χαλκεών αρσενικό (γενική: χαλκεῶνος)

  1. επικός τύπος του χαλκεῖον, το σιδηρουργείο
  2. ράβδος σφυρήλατου σίδερου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.