χαβάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαβάνι τα χαβάνια
      γενική του χαβανιού των χαβανιών
    αιτιατική το χαβάνι τα χαβάνια
     κλητική χαβάνι χαβάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαβάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική havan < περσική هاون (hāvan, γουδί)

Ουσιαστικό

χαβάνι ουδέτερο

  1. (κουζινικά) ορειχάλκινο γουδί για το κοπάνισμα ξηρών καρπών, των καβουρδισμένων κόκκων του καφέ κ.λπ. (και από πέτρα ή μάρμαρο ειδικά για τον καφέ παλιότερα)
  2. όργανο με το οποίο ψιλοκοβόταν παλιά ο καπνός για να φτιαχτούν τσιγάρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.