χάκα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
- χάκα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Hakka < χάκα 客家
-
Hakka Chinese στην αγγλική Βικιπαίδεια

- κωδικός γλώσσας: hak
Ετυμολογία 2
- χάκα < (άμεσο δάνειο) αγγλική haka < μάορι haka
Ουσιαστικό
.jpg.webp)
Χορός χάκα
χάκα αρσενικό άκλιτο
- πολεμικός χορός με κραυγές κι επιθετικούς μορφασμούς και χειρονομίες των Μαορί της Νέας Ζηλανδίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.