φωτοφοβία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτοφοβία οι φωτοφοβίες
      γενική της φωτοφοβίας των φωτοφοβιών
    αιτιατική τη φωτοφοβία τις φωτοφοβίες
     κλητική φωτοφοβία φωτοφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωτοφοβία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική photophobie < photo- + -phobie < φωτο- + -φoβία[1]

Ουσιαστικό

φωτοφοβία θηλυκό

  1. (ιατρική) η ευαισθησία για το φως
  2. (ψυχολογία) ο φόβος για το φως[2]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. φωτοφοβία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.