φωτίκια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φωτίκια < φως

Ουσιαστικό

φωτίκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • τα βαφτιστικά ρούχα ενός μωρού (επειδή με τη βάφτιση δέχεται το θείο φως)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.