φωσφατωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φωσφατωμένος | η | φωσφατωμένη | το | φωσφατωμένο |
| γενική | του | φωσφατωμένου | της | φωσφατωμένης | του | φωσφατωμένου |
| αιτιατική | τον | φωσφατωμένο | τη | φωσφατωμένη | το | φωσφατωμένο |
| κλητική | φωσφατωμένε | φωσφατωμένη | φωσφατωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φωσφατωμένοι | οι | φωσφατωμένες | τα | φωσφατωμένα |
| γενική | των | φωσφατωμένων | των | φωσφατωμένων | των | φωσφατωμένων |
| αιτιατική | τους | φωσφατωμένους | τις | φωσφατωμένες | τα | φωσφατωμένα |
| κλητική | φωσφατωμένοι | φωσφατωμένες | φωσφατωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φωσφατωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φωσφατώνω
Μετοχή
φωσφατωμένος, -η, -ο
- που έχει υποστεί φωσφάτωση
- (χημεία) που φέρει επίστρωση φωσφορικών αλάτων
Συνώνυμα
- φωσφοριωμένος
Συγγενικά
- παρκεροποιημένος
Μεταφράσεις
φωσφατωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.