φυρί φυρί
Νέα ελληνικά (el)
Επίρρημα
φυρί φυρί ( και φιρί φιρί, ίσως το υ για την διαφορετική προφορά του ı σε σύγκριση με το i)
- επιδιώκοντας, προκαλώντας, για κάτι που πάει να γίνει, που κάποιος "πάει γυρεύοντας" να πετύχει ενώ κατά βάθος δεν τον συμφέρει,
- φιρί φιρί το πας τελικά να τσακωθούμε
Μεταφράσεις
φυρί φυρί
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.