φυλλοξήρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυλλοξήρα οι φυλλοξήρες
      γενική της φυλλοξήρας των φυλλοξηρών
    αιτιατική τη φυλλοξήρα τις φυλλοξήρες
     κλητική φυλλοξήρα φυλλοξήρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
φυλοξέρα προτιμά το καλό κρασί", δηλαδή τα αμπέλια -σκίτσο του 1890

Ετυμολογία

φυλλοξήρα < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική phylloxera < αρχαία ελληνική φύλλον + ξηρός

Ουσιαστικό

φυλλοξήρα θηλυκό (κλίνεται στον πληθυντικό το έντομο και όχι η ασθένεια)

  1. (έντομο) μικρές αφίδες, έντομα με διεθνή ονομασία "phylloxéra vastatrix" και "daktulosphaira vitifoliae" της οικογένειας των φυλλοξηριδών και του γένους των δακτυλόσφαιρων, με περίπου 30 είδη, τα περισσότερα από τα οποία προκαλούν στα φυτά την ομώνυμη ασθένεια
  2. (βοτανική) ασθένεια που καταστρέφει το ριζικό σύστημα και το φύλλο των φυτών -ειδικά των αμπελιών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.