φυλλοξέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φυλλοξέρα | οι | φυλλοξέρες |
| γενική | της | φυλλοξέρας | των | φυλλοξερών |
| αιτιατική | τη | φυλλοξέρα | τις | φυλλοξέρες |
| κλητική | φυλλοξέρα | φυλλοξέρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αναφορές
- φυλλοξήρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.