φυλλοξέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυλλοξέρα οι φυλλοξέρες
      γενική της φυλλοξέρας των φυλλοξερών
    αιτιατική τη φυλλοξέρα τις φυλλοξέρες
     κλητική φυλλοξέρα φυλλοξέρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυλλοξέρα < φυλλοξήρα με προσαρμογή στη δημοτική κατά το ξηρός > ξερός[1]

Ουσιαστικό

φυλλοξέρα θηλυκό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.