φτύμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φτύμα | τα | φτύματα |
| γενική | του | φτύματος | των | φτυμάτων |
| αιτιατική | το | φτύμα | τα | φτύματα |
| κλητική | φτύμα | φτύματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φτύμα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfti.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φτύ‐μα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.