φρυαγματίας

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φρυαγματίας < φρύαγμα

Ουσιαστικό

φρυαγματίας (& φρυαγματίης)

  1. περήφανο άλογο
  2. (μεταφορικά) αλαζόνας άνθρωπος
    ἐχρῆτο δὲ τῷ καλουμένῳ μὲν Ἀσιανῷ ζήλῳ τῶν λόγων, ἀνθοῦντι μάλιστα κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, ἔχοντι δὲ πολλὴν ὁμοιότητα πρὸς τὸν βίον αὐτοῦ, κομπώδη καὶ φρυαγματίαν ὄντα καὶ κενοῦ γαυριάματος καὶ φιλοτιμίας ἀνωμάλου μεστόν. (Πλούταρχος, Ἀντώνιος, 2, 5)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.