φρουτένιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρουτένιος η φρουτένια το φρουτένιο
      γενική του φρουτένιου της φρουτένιας του φρουτένιου
    αιτιατική τον φρουτένιο τη φρουτένια το φρουτένιο
     κλητική φρουτένιε φρουτένια φρουτένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρουτένιοι οι φρουτένιες τα φρουτένια
      γενική των φρουτένιων των φρουτένιων των φρουτένιων
    αιτιατική τους φρουτένιους τις φρουτένιες τα φρουτένια
     κλητική φρουτένιοι φρουτένιες φρουτένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φρουτένιος < φρούτο + -ένιος

Επίθετο

φρουτένιος, -α, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.