φρεζαδόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φρεζαδόρος | οι | φρεζαδόροι |
| γενική | του | φρεζαδόρου | των | φρεζαδόρων |
| αιτιατική | τον | φρεζαδόρο | τους | φρεζαδόρους |
| κλητική | φρεζαδόρε | φρεζαδόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
φρεζαδόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.