φρεγατοκορβέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρεγατοκορβέτα οι φρεγατοκορβέτες
      γενική της φρεγατοκορβέτας των φρεγατοκορβετών
    αιτιατική τη φρεγατοκορβέτα τις φρεγατοκορβέτες
     κλητική φρεγατοκορβέτα φρεγατοκορβέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φρεγατοκορβέτα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

φρεγατοκορβέτα θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.