φρεγάδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φρεγάδιο τα φρεγάδια
      γενική του φρεγαδίου
& φρεγάδιου
των φρεγαδίων
    αιτιατική το φρεγάδιο τα φρεγάδια
     κλητική φρεγάδιο φρεγάδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φρεγάδιο < υποκοριστικό της φρεγάδας

Ουσιαστικό

φρεγάδιο ουδέτερο

  • μικρή φρεγάδα που είχε 32 πολυβόλα


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.