φουστανελοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φουστανελοφόρος | οι | φουστανελοφόροι |
| γενική | του | φουστανελοφόρου | των | φουστανελοφόρων |
| αιτιατική | τον | φουστανελοφόρο | τους | φουστανελοφόρους |
| κλητική | φουστανελοφόρε | φουστανελοφόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φουστανελοφόρος < φουστανέλ(α) + -ο- + -φόρος
Ουσιαστικό
φουστανελοφόρος αρσενικό
- αυτός που φοράει φουστανέλα, ο φουστανελάς
- (παλιότερα) χαρακτηρισμός για άκομψο ντύσιμο
Συγγενικά
Αντώνυμα
- βρακάς τους περασμένους δύο αιώνες
Μεταφράσεις
φουστανελοφόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.