φουστανελάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φουστανελάς οι φουστανελάδες
      γενική του φουστανελά των φουστανελάδων
    αιτιατική τον φουστανελά τους φουστανελάδες
     κλητική φουστανελά φουστανελάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φουστανελάς < φουστανέλ(α) + -άς

Ουσιαστικό

φουστανελάς αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.