φορτσαρισμένων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος μετοχής

φορτσαρισμένων

  1. γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του φορτσαρισμένος
  2. γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του φορτσαρισμένος
  3. γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φορτσαρισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.