φλοιώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φλοιώδης | η | φλοιώδης | το | φλοιώδες |
| γενική | του | φλοιώδους | της | φλοιώδους | του | φλοιώδους |
| αιτιατική | τον | φλοιώδη | τη | φλοιώδη | το | φλοιώδες |
| κλητική | φλοιώδη(ς) | φλοιώδης | φλοιώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φλοιώδεις | οι | φλοιώδεις | τα | φλοιώδη |
| γενική | των | φλοιωδών | των | φλοιωδών | των | φλοιωδών |
| αιτιατική | τους | φλοιώδεις | τις | φλοιώδεις | τα | φλοιώδη |
| κλητική | φλοιώδεις | φλοιώδεις | φλοιώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φλοιώδης < αρχαία ελληνική φλοιώδης[1]
Επίθετο
φλοιώδης, -ης, -ες
- που μοιάζει με φλοιό
- που έχει χοντρό φλοιό
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- φλοιώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.