φιλαναλωτής
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
φιλαναλωτής αρσενικό
- που του αρέσει να ξοδεύεται, ο γενναιόδωρος, αλλά κυρίως ο σπάταλος, ο καταναλωτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.