φιλαναγνώστης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φιλαναγνώστης | οι | φιλαναγνώστες |
| γενική | του | φιλαναγνώστη | των | φιλαναγνωστών |
| αιτιατική | τον | φιλαναγνώστη | τους | φιλαναγνώστες |
| κλητική | φιλαναγνώστη | φιλαναγνώστες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιλαναγνώστης < (ελληνιστική κοινή) φιλαναγνώστης < φιλ- + ἀναγνώστης
Ουσιαστικό
φιλαναγνώστης αρσενικό (θηλυκό φιλαναγνώστρια)
- αυτός που αγαπά την ανάγνωση, τα βιβλία
- αυτός που είναι συστηματικός αναγνώστης
Συγγενικά
- φιλαναγνώστρια
- φιλαναγνωσία
- → δείτε τις λέξεις φίλος και ανάγνωση
Μεταφράσεις
φιλαναγνώστης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.