φιλαναγνώστης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιλαναγνώστης οι φιλαναγνώστες
      γενική του φιλαναγνώστη των φιλαναγνωστών
    αιτιατική τον φιλαναγνώστη τους φιλαναγνώστες
     κλητική φιλαναγνώστη φιλαναγνώστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιλαναγνώστης < (ελληνιστική κοινή) φιλαναγνώστης < φιλ- + ἀναγνώστης

Ουσιαστικό

φιλαναγνώστης αρσενικό (θηλυκό φιλαναγνώστρια)

  1. αυτός που αγαπά την ανάγνωση, τα βιβλία
  2. αυτός που είναι συστηματικός αναγνώστης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.