φιλέτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φιλέτο τα φιλέτα
      γενική του φιλέτου των φιλέτων
    αιτιατική το φιλέτο τα φιλέτα
     κλητική φιλέτο φιλέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιλέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική filetto

Ουσιαστικό

φιλέτο ουδέτερο

  1. τρυφερό και άλιπο κρέας από το εσωτερικό της σπονδυλικής στήλης του μοσχαριού και χοιρινού
  2. (συνεκδοχικά) κρέας πουλερικών ή ψαριού που δεν έχει κόκκαλο
    φιλέτο πέρκα
  3. (μεταφορικά) το καλύτερο κομμάτι
    έβγαλαν και οι παρατρεχάμενοι κάτι από τις μίζες, αλλά ο υπουργός πήρε το φιλέτο
  4. (αρχιτεκτονική) η διακόσμηση επιφάνειας με κατεργασμένα, επίπεδα και σχετικά λεπτά, υλικά όπως οι πλάκες

Πολυλεκτικοί όροι

  • κόντρα φιλέτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.