φθειροκτόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | φθειροκτόνος | το | φθειροκτόνο | ||
| γενική | του/της | φθειροκτόνου | του | φθειροκτόνου | ||
| αιτιατική | τον/τη | φθειροκτόνο | το | φθειροκτόνο | ||
| κλητική | φθειροκτόνε | φθειροκτόνο | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | φθειροκτόνοι | τα | φθειροκτόνα | ||
| γενική | των | φθειροκτόνων | των | φθειροκτόνων | ||
| αιτιατική | τους/τις | φθειροκτόνους | τα | φθειροκτόνα | ||
| κλητική | φθειροκτόνοι | φθειροκτόνα | ||||
| Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
| ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /fθi.ɾoˈkto.nos/
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φθειροκτόνος
|
|
Αναφορές
- φθειροκτόνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.