φθειροκτόνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φθειροκτόνο τα φθειροκτόνα
      γενική του φθειροκτόνου των φθειροκτόνων
    αιτιατική το φθειροκτόνο τα φθειροκτόνα
     κλητική φθειροκτόνο φθειροκτόνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φθειροκτόνο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φθειροκτόνος. Εννοείται το ουσιαστικό φάρμακο

Προφορά

ΔΦΑ : /fθi.ɾoˈkto.no/

Ουσιαστικό

φθειροκτόνο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φθειροκτόνο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.