φθείρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φθείρα | οι | φθείρες |
| γενική | της | φθείρας | των | φθειρών |
| αιτιατική | τη | φθείρα | τις | φθείρες |
| κλητική | φθείρα | φθείρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φθείρα < αρχαία ελληνική φθείρ
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φθείρα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.