φασίζων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φασίζων & φασίζοντας |
η | φασίζουσα | το | φασίζον |
| γενική | του | φασίζοντος & φασίζοντα |
της | φασίζουσας & φασιζούσης* |
του | φασίζοντος |
| αιτιατική | τον | φασίζοντα | τη | φασίζουσα | το | φασίζον |
| κλητική | φασίζων & φασίζοντα |
φασίζουσα | φασίζον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φασίζοντες | οι | φασίζουσες | τα | φασίζοντα |
| γενική | των | φασιζόντων | των | φασιζουσών | των | φασιζόντων |
| αιτιατική | τους | φασίζοντες | τις | φασίζουσες | τα | φασίζοντα |
| κλητική | φασίζοντες | φασίζουσες | φασίζοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φασίζων: σχηματισμός μετοχής κατά τις αρχαίες μετοχές ενεργητικού ενεστώτα σε λειτουργία επιθέτου· μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fascisant[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /faˈsi.zon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐σί‐ζων
- ομόηχο: φασίζον
Μετοχή
φασίζων, -ουσα, -ον
- (λόγιο) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος φασίζω: που έχει φασιστικό χαρακτήρα
- ↪ φασίζουσα νοοτροπία
- άλλες μορφές: φασίζοντας
Μεταφράσεις
φασίζων
|
|
Αναφορές
- φασίζων - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.