φασίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φασίζω < φασίστας
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φασίζω | φάσιζα | θα φασίζω | να φασίζω | φασίζοντας | |
| β' ενικ. | φασίζεις | φάσιζες | θα φασίζεις | να φασίζεις | φάσιζε | |
| γ' ενικ. | φασίζει | φάσιζε | θα φασίζει | να φασίζει | ||
| α' πληθ. | φασίζουμε | φασίζαμε | θα φασίζουμε | να φασίζουμε | ||
| β' πληθ. | φασίζετε | φασίζατε | θα φασίζετε | να φασίζετε | φασίζετε | |
| γ' πληθ. | φασίζουν(ε) | φάσιζαν φασίζαν(ε) |
θα φασίζουν(ε) | να φασίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φάσισα | θα φασίσω | να φασίσω | φασίσει | ||
| β' ενικ. | φάσισες | θα φασίσεις | να φασίσεις | φάσισε | ||
| γ' ενικ. | φάσισε | θα φασίσει | να φασίσει | |||
| α' πληθ. | φασίσαμε | θα φασίσουμε | να φασίσουμε | |||
| β' πληθ. | φασίσατε | θα φασίσετε | να φασίσετε | φασίστε | ||
| γ' πληθ. | φάσισαν φασίσαν(ε) |
θα φασίσουν(ε) | να φασίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φασίσει | είχα φασίσει | θα έχω φασίσει | να έχω φασίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φασίσει | είχες φασίσει | θα έχεις φασίσει | να έχεις φασίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει φασίσει | είχε φασίσει | θα έχει φασίσει | να έχει φασίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φασίσει | είχαμε φασίσει | θα έχουμε φασίσει | να έχουμε φασίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φασίσει | είχατε φασίσει | θα έχετε φασίσει | να έχετε φασίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φασίσει | είχαν φασίσει | θα έχουν φασίσει | να έχουν φασίσει |
| |
Μεταφράσεις
φασίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.