φαρμακοδυναμική

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φαρμακοδυναμική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pharmacodynamics < pharmaco- + dynamics < φάρμακο + δυναμική

Ουσιαστικό

φαρμακοδυναμική θηλυκό

  1. (φαρμακευτική): η μελέτη της επίδρασης και των επιθυμητών ή ανεπιθύμητων ενεργειών ενός σκευάσματος σε ζωντανούς οργανισμούς, υγιείς (σε φυσιολογική λειτουργία) ή ασθενείς (σε παθολογική διαδικασία)*
    η φαρμακοδυναμική ξεσηκώνει και αντιδράσεις γιατί προϋποθέτει πειραματισμούς σε ζώα
  2. αντικείμενο του τομέα φαρμακολογίας του τμήματος φαρμακευτικής του πανεπιστημίου
    δυσκολεύομαι στη φαρμακοδυναμική φέτος

Σημειώσεις

  • η φαρμακοδυναμική επηρεάζεται άμεσα από τις φαρμακοκινητικές μεταβολές του δέκτη ανάλογα της ηλικίας του, ιδιαίτερα του ηλικιωμένου.

Συγγενικά

Μεταφράσεις


Κλιτικός τύπος επιθέτου

φαρμακοδυναμική

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του φαρμακοδυναμικός
  2. αυτή που σχετίζεται με την επίδραση των φαρμάκων σε ζωντανούς οργανισμούς
    η φαρμακοδυναμική μελέτη γίνεται με κλινικές έρευνες σε πειραματόζωα αλλά, σε δεύτερη φάση, και σε ανθρώπους

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.