φαρμακοδυναμική
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φαρμακοδυναμική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pharmacodynamics < pharmaco- + dynamics < φάρμακο + δυναμική
Ουσιαστικό
φαρμακοδυναμική θηλυκό
- (φαρμακευτική): η μελέτη της επίδρασης και των επιθυμητών ή ανεπιθύμητων ενεργειών ενός σκευάσματος σε ζωντανούς οργανισμούς, υγιείς (σε φυσιολογική λειτουργία) ή ασθενείς (σε παθολογική διαδικασία)*
- η φαρμακοδυναμική ξεσηκώνει και αντιδράσεις γιατί προϋποθέτει πειραματισμούς σε ζώα
- αντικείμενο του τομέα φαρμακολογίας του τμήματος φαρμακευτικής του πανεπιστημίου
- δυσκολεύομαι στη φαρμακοδυναμική φέτος
Σημειώσεις
- η φαρμακοδυναμική επηρεάζεται άμεσα από τις φαρμακοκινητικές μεταβολές του δέκτη ανάλογα της ηλικίας του, ιδιαίτερα του ηλικιωμένου.
Συγγενικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φαρμακοδυναμική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του φαρμακοδυναμικός
- αυτή που σχετίζεται με την επίδραση των φαρμάκων σε ζωντανούς οργανισμούς
- η φαρμακοδυναμική μελέτη γίνεται με κλινικές έρευνες σε πειραματόζωα αλλά, σε δεύτερη φάση, και σε ανθρώπους
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.