φαρμακοδιέγερση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαρμακοδιέγερση οι φαρμακοδιεγέρσεις
      γενική της φαρμακοδιέγερσης* των φαρμακοδιεγέρσεων
    αιτιατική τη φαρμακοδιέγερση τις φαρμακοδιεγέρσεις
     κλητική φαρμακοδιέγερση φαρμακοδιεγέρσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φαρμακοδιεγέρσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαρμακοδιέγερση < φαρμακο- + διέγερση

Ουσιαστικό

φαρμακοδιέγερση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.