φαρδαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φαρδαίνω < φαρδύς

Ρήμα

φαρδαίνω

  1. καθιστώ κάτι πιο φαρδύ, το κάνω πιο πλατύ, φαρδύνω
    πιο κάτω ο δρομος φαρδαίνει
    Να φαρδαίνω το παντελονι σου ή θα χάσεις κάνα κιλό;
  2. γίνομαι εγώ παχύτερος
    φαρδαίνω όσο μεγαλώνω (μεγαλώνει η περίμετρος της μέσης)

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.