φέξεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

φέξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φέγγω
  2. θα φέξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φέγγω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.