υφεσιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υφεσιακός η υφεσιακή το υφεσιακό
      γενική του υφεσιακού της υφεσιακής του υφεσιακού
    αιτιατική τον υφεσιακό την υφεσιακή το υφεσιακό
     κλητική υφεσιακέ υφεσιακή υφεσιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υφεσιακοί οι υφεσιακές τα υφεσιακά
      γενική των υφεσιακών των υφεσιακών των υφεσιακών
    αιτιατική τους υφεσιακούς τις υφεσιακές τα υφεσιακά
     κλητική υφεσιακοί υφεσιακές υφεσιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υφεσιακός < ύφεση + -ακός < αρχαία ελληνική ὕφεσις < ὑφίημι < ἵημι

Επίθετο

υφεσιακός, -ή, -ό

  • (οικονομία) (λόγιο) που έχει σχέση με την ύφεση, αναφέρεται σ’ αυτή, συμβάλλει σ’ αυτή ή τη δημιουργεί
    Αλλά και οι Financial Times σημειώνουν πως οι υφεσιακές πολιτικές με τις οποίες η ευρωζώνη επέλεξε να αντιμετωπίσει την κρίση είναι λανθασμένες, κάτι που όπως υποστηρίζει φαίνεται από την πορεία των περιθωριακών κομμάτων ανά την Ευρώπη, αλλά και τη χθεσινή ψηφοφορία που οδήγησε στην «κατάρρευση» της ελληνικής κυβέρνησης. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.