υφαλοχρωματισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υφαλοχρωματισμός | οι | υφαλοχρωματισμοί |
| γενική | του | υφαλοχρωματισμού | των | υφαλοχρωματισμών |
| αιτιατική | τον | υφαλοχρωματισμό | τους | υφαλοχρωματισμούς |
| κλητική | υφαλοχρωματισμέ | υφαλοχρωματισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υφαλοχρωματισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
υφαλοχρωματισμός αρσενικό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
υφαλοχρωματισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.