υπόδικας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπόδικας < υποδιοικητής: εσωτερικό ακουστικό δάνειο /ipoðiik/ με απλοποίηση των δύο /ii/ και τονισμό κατά το υπόδικος + κατάληξη -ας

Ουσιαστικό

υπόδικας αρσενικό

  • (στρατιωτική αργκό) ο υποδιοικητής
    Έχουμε έναν υπόδικα πολύ αυστηρό.

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.