υπουργία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπουργία | οι | υπουργίες |
| γενική | της | υπουργίας | των | υπουργιών |
| αιτιατική | την | υπουργία | τις | υπουργίες |
| κλητική | υπουργία | υπουργίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπουργία < αρχαία ελληνική ὑπουργία ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ministère[1])
Ουσιαστικό
υπουργία θηλυκό
Μεταφράσεις
υπουργία
|
|
- υπουργία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.