υπουργία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπουργία οι υπουργίες
      γενική της υπουργίας των υπουργιών
    αιτιατική την υπουργία τις υπουργίες
     κλητική υπουργία υπουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπουργία < αρχαία ελληνική ὑπουργία ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ministère[1])

Ουσιαστικό

υπουργία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.