υπομνήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
υπομνήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπομιμνήσκω
- θα υπομνήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπομιμνήσκω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
υπομνήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπόμνηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.