υπολήνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υπολήνιο | τα | υπολήνια |
| γενική | του | υπολήνιου & υποληνίου |
των | υπολήνιων & υποληνίων |
| αιτιατική | το | υπολήνιο | τα | υπολήνια |
| κλητική | υπολήνιο | υπολήνια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπολήνιο < ελληνιστική κοινή ὑπολήνιον < αρχαία ελληνική ὑπο- + ληνός
Ουσιαστικό
υπολήνιο ουδέτερο
- (λόγιο) κατασκευή ή δοχείο που τοποθετούνταν στο στόμιο του πατητηριού και στο οποίο έρεε το κρασί
Μεταφράσεις
υπολήνιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.