υπνοβατώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπνοβατώ < υπνοβάτ(ης) + -ώ[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.pno.vaˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πνο‐βα‐τώ
Ρήμα
υπνοβατώ, πρτ.: υπνοβατούσα, αόρ.: (υπνοβάτησε)[2] (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
Ο αόριστος, σπάνιος.
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπνοβατώ | υπνοβατούσα | θα υπνοβατώ | να υπνοβατώ | υπνοβατώντας | |
| β' ενικ. | υπνοβατείς | υπνοβατούσες | θα υπνοβατείς | να υπνοβατείς | ||
| γ' ενικ. | υπνοβατεί | υπνοβατούσε | θα υπνοβατεί | να υπνοβατεί | ||
| α' πληθ. | υπνοβατούμε | υπνοβατούσαμε | θα υπνοβατούμε | να υπνοβατούμε | ||
| β' πληθ. | υπνοβατείτε | υπνοβατούσατε | θα υπνοβατείτε | να υπνοβατείτε | υπνοβατείτε | |
| γ' πληθ. | υπνοβατούν(ε) | υπνοβατούσαν(ε) | θα υπνοβατούν(ε) | να υπνοβατούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπνοβάτησα | θα υπνοβατήσω | να υπνοβατήσω | υπνοβατήσει | ||
| β' ενικ. | υπνοβάτησες | θα υπνοβατήσεις | να υπνοβατήσεις | υπνοβάτησε | ||
| γ' ενικ. | υπνοβάτησε | θα υπνοβατήσει | να υπνοβατήσει | |||
| α' πληθ. | υπνοβατήσαμε | θα υπνοβατήσουμε | να υπνοβατήσουμε | |||
| β' πληθ. | υπνοβατήσατε | θα υπνοβατήσετε | να υπνοβατήσετε | υπνοβατήστε | ||
| γ' πληθ. | υπνοβάτησαν υπνοβατήσαν(ε) |
θα υπνοβατήσουν(ε) | να υπνοβατήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπνοβατήσει | είχα υπνοβατήσει | θα έχω υπνοβατήσει | να έχω υπνοβατήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπνοβατήσει | είχες υπνοβατήσει | θα έχεις υπνοβατήσει | να έχεις υπνοβατήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπνοβατήσει | είχε υπνοβατήσει | θα έχει υπνοβατήσει | να έχει υπνοβατήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπνοβατήσει | είχαμε υπνοβατήσει | θα έχουμε υπνοβατήσει | να έχουμε υπνοβατήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπνοβατήσει | είχατε υπνοβατήσει | θα έχετε υπνοβατήσει | να έχετε υπνοβατήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπνοβατήσει | είχαν υπνοβατήσει | θα έχουν υπνοβατήσει | να έχουν υπνοβατήσει |
| |
Μεταφράσεις
- υπνοβατώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υπνοβατώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.