υπερωριμάζω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- υπερωρίμανση / υπερωρίμαση
- → δείτε τις λέξεις υπέρ και ώριμος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερωριμάζω | υπερωρίμαζα | θα υπερωριμάζω | να υπερωριμάζω | υπερωριμάζοντας | |
| β' ενικ. | υπερωριμάζεις | υπερωρίμαζες | θα υπερωριμάζεις | να υπερωριμάζεις | υπερωρίμαζε | |
| γ' ενικ. | υπερωριμάζει | υπερωρίμαζε | θα υπερωριμάζει | να υπερωριμάζει | ||
| α' πληθ. | υπερωριμάζουμε | υπερωριμάζαμε | θα υπερωριμάζουμε | να υπερωριμάζουμε | ||
| β' πληθ. | υπερωριμάζετε | υπερωριμάζατε | θα υπερωριμάζετε | να υπερωριμάζετε | υπερωριμάζετε | |
| γ' πληθ. | υπερωριμάζουν(ε) | υπερωρίμαζαν υπερωριμάζαν(ε) |
θα υπερωριμάζουν(ε) | να υπερωριμάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερωρίμασα | θα υπερωριμάσω | να υπερωριμάσω | υπερωριμάσει | ||
| β' ενικ. | υπερωρίμασες | θα υπερωριμάσεις | να υπερωριμάσεις | υπερωρίμασε | ||
| γ' ενικ. | υπερωρίμασε | θα υπερωριμάσει | να υπερωριμάσει | |||
| α' πληθ. | υπερωριμάσαμε | θα υπερωριμάσουμε | να υπερωριμάσουμε | |||
| β' πληθ. | υπερωριμάσατε | θα υπερωριμάσετε | να υπερωριμάσετε | υπερωριμάστε | ||
| γ' πληθ. | υπερωρίμασαν υπερωριμάσαν(ε) |
θα υπερωριμάσουν(ε) | να υπερωριμάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπερωριμάσει | είχα υπερωριμάσει | θα έχω υπερωριμάσει | να έχω υπερωριμάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπερωριμάσει | είχες υπερωριμάσει | θα έχεις υπερωριμάσει | να έχεις υπερωριμάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερωριμάσει | είχε υπερωριμάσει | θα έχει υπερωριμάσει | να έχει υπερωριμάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερωριμάσει | είχαμε υπερωριμάσει | θα έχουμε υπερωριμάσει | να έχουμε υπερωριμάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερωριμάσει | είχατε υπερωριμάσει | θα έχετε υπερωριμάσει | να έχετε υπερωριμάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερωριμάσει | είχαν υπερωριμάσει | θα έχουν υπερωριμάσει | να έχουν υπερωριμάσει |
| |
Μεταφράσεις
υπερωριμάζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.